- σαπύλλειν
- σαπύλλειν,= σαίνειν, Rhinth.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπύλλειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαίνειν. Ρίνθων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, εκφραστικό παρ. σχηματισμένο από το ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω», κατ επίδραση τού σαπρός. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το ρ. θήπω «απατώ, εξαπατώ,… … Dictionary of Greek